Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προκρεμαννύω
πρόκρημνος
πρόκριμα
προκριματίζω
προκρίνω
Πρόκρις
πρόκρισις
προκριτέος
προκριτής
προκριτικός
πρόκριτος
πρόκροσσοι
πρόκροσσος
πρόκρουμα
προκρούω
προκρύπτω
προκτάομαι
προκτενίζω
πρόκτησις
προκτητικός
προκτήτωρ
View word page
πρόκριτος
chosen before others, select
ShortDef
chosen before others, select
Debugging
Headword:
πρόκριτος
Headword (normalized):
πρόκριτος
Headword (normalized/stripped):
προκριτος
IDX:
74124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74125
Key:
Data
{'content': 'chosen before others, select'}