Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόκοψις
προκρατέω
προκρεμαννύω
πρόκρημνος
πρόκριμα
προκριματίζω
προκρίνω
Πρόκρις
πρόκρισις
προκριτέος
προκριτής
προκριτικός
πρόκριτος
πρόκροσσοι
πρόκροσσος
πρόκρουμα
προκρούω
προκρύπτω
προκτάομαι
προκτενίζω
πρόκτησις
View word page
προκριτής
one who selects

ShortDef

one who selects

Debugging

Headword:
προκριτής
Headword (normalized):
προκριτής
Headword (normalized/stripped):
προκριτης
IDX:
74122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74123
Key:

Data

{'content': 'one who selects'}