Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνετοικός
ἀνέτοιμος
ἄνετος
ἀνετυμολόγητος
ἄνευ
ἀνευάζω
ἀνευδοκησία
ἀνευδόκητος
ἀνευήκοος
ἄνευθε
ἀνεύθετος
ἀνεύθυνος
ἀνεύθυντος
ἀνευθύνω
ἄνευκτος
ἀνευλαβής
ἀνευνοησία
ἀνευόδωτος
ἀνευπρεπής
ἀνεύρεσις
ἀνευρετέον
View word page
ἀνεύθετος
inconvenient

ShortDef

inconvenient

Debugging

Headword:
ἀνεύθετος
Headword (normalized):
ἀνεύθετος
Headword (normalized/stripped):
ανευθετος
IDX:
7411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7412
Key:

Data

{'content': 'inconvenient'}