Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκόσμημα
προκοσμητεύω
προκόσμιον
προκόσμιος
πρόκουρος
πρόκοψις
προκρατέω
προκρεμαννύω
πρόκρημνος
πρόκριμα
προκριματίζω
προκρίνω
Πρόκρις
πρόκρισις
προκριτέος
προκριτής
προκριτικός
πρόκριτος
πρόκροσσοι
πρόκροσσος
πρόκρουμα
View word page
προκριματίζω
praerogo

ShortDef

praerogo

Debugging

Headword:
προκριματίζω
Headword (normalized):
προκριματίζω
Headword (normalized/stripped):
προκριματιζω
IDX:
74117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74118
Key:

Data

{'content': 'praerogo'}