Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόκορμος
προκόσμημα
προκοσμητεύω
προκόσμιον
προκόσμιος
πρόκουρος
πρόκοψις
προκρατέω
προκρεμαννύω
πρόκρημνος
πρόκριμα
προκριματίζω
προκρίνω
Πρόκρις
πρόκρισις
προκριτέος
προκριτής
προκριτικός
πρόκριτος
πρόκροσσοι
πρόκροσσος
View word page
πρόκριμα
prejudgment, prejudice

ShortDef

prejudgment, prejudice

Debugging

Headword:
πρόκριμα
Headword (normalized):
πρόκριμα
Headword (normalized/stripped):
προκριμα
IDX:
74116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74117
Key:

Data

{'content': 'prejudgment, prejudice'}