Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Προκόπτας
προκοπτικός
προκόπτω
πρόκορμος
προκόσμημα
προκοσμητεύω
προκόσμιον
προκόσμιος
πρόκουρος
πρόκοψις
προκρατέω
προκρεμαννύω
πρόκρημνος
πρόκριμα
προκριματίζω
προκρίνω
Πρόκρις
πρόκρισις
προκριτέος
προκριτής
προκριτικός
View word page
προκρατέω
seize beforehand
ShortDef
seize beforehand
Debugging
Headword:
προκρατέω
Headword (normalized):
προκρατέω
Headword (normalized/stripped):
προκρατεω
IDX:
74113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74114
Key:
Data
{'content': 'seize beforehand'}