Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκοπιάω
Προκόπτας
προκοπτικός
προκόπτω
πρόκορμος
προκόσμημα
προκοσμητεύω
προκόσμιον
προκόσμιος
πρόκουρος
πρόκοψις
προκρατέω
προκρεμαννύω
πρόκρημνος
πρόκριμα
προκριματίζω
προκρίνω
Πρόκρις
πρόκρισις
προκριτέος
προκριτής
View word page
πρόκοψις
outbreak, onset

ShortDef

outbreak, onset

Debugging

Headword:
πρόκοψις
Headword (normalized):
πρόκοψις
Headword (normalized/stripped):
προκοψις
IDX:
74112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74113
Key:

Data

{'content': 'outbreak, onset'}