Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προκοπή
προκοπιάω
Προκόπτας
προκοπτικός
προκόπτω
πρόκορμος
προκόσμημα
προκοσμητεύω
προκόσμιον
προκόσμιος
πρόκουρος
πρόκοψις
προκρατέω
προκρεμαννύω
πρόκρημνος
πρόκριμα
προκριματίζω
προκρίνω
Πρόκρις
πρόκρισις
προκριτέος
View word page
πρόκουρος
shorn in front
ShortDef
shorn in front
Debugging
Headword:
πρόκουρος
Headword (normalized):
πρόκουρος
Headword (normalized/stripped):
προκουρος
IDX:
74111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74112
Key:
Data
{'content': 'shorn in front'}