Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Προκόννησος
προκοπή
προκοπιάω
Προκόπτας
προκοπτικός
προκόπτω
πρόκορμος
προκόσμημα
προκοσμητεύω
προκόσμιον
προκόσμιος
πρόκουρος
πρόκοψις
προκρατέω
προκρεμαννύω
πρόκρημνος
πρόκριμα
προκριματίζω
προκρίνω
Πρόκρις
πρόκρισις
View word page
προκόσμιος
existing before the world
ShortDef
existing before the world
Debugging
Headword:
προκόσμιος
Headword (normalized):
προκόσμιος
Headword (normalized/stripped):
προκοσμιος
IDX:
74110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74111
Key:
Data
{'content': 'existing before the world'}