Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκόνδυλοι
Προκόννησος
προκοπή
προκοπιάω
Προκόπτας
προκοπτικός
προκόπτω
πρόκορμος
προκόσμημα
προκοσμητεύω
προκόσμιον
προκόσμιος
πρόκουρος
πρόκοψις
προκρατέω
προκρεμαννύω
πρόκρημνος
πρόκριμα
προκριματίζω
προκρίνω
Πρόκρις
View word page
προκόσμιον
frontlet

ShortDef

frontlet

Debugging

Headword:
προκόσμιον
Headword (normalized):
προκόσμιον
Headword (normalized/stripped):
προκοσμιον
IDX:
74109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74110
Key:

Data

{'content': 'frontlet'}