Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνετεροίωτος
ἀνετοικός
ἀνέτοιμος
ἄνετος
ἀνετυμολόγητος
ἄνευ
ἀνευάζω
ἀνευδοκησία
ἀνευδόκητος
ἀνευήκοος
ἄνευθε
ἀνεύθετος
ἀνεύθυνος
ἀνεύθυντος
ἀνευθύνω
ἄνευκτος
ἀνευλαβής
ἀνευνοησία
ἀνευόδωτος
ἀνευπρεπής
ἀνεύρεσις
View word page
ἄνευθε
without, away, distant

ShortDef

without, away, distant

Debugging

Headword:
ἄνευθε
Headword (normalized):
ἄνευθε
Headword (normalized/stripped):
ανευθε
IDX:
7410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7411
Key:

Data

{'content': 'without, away, distant'}