Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόκομμα
προκόνδυλοι
Προκόννησος
προκοπή
προκοπιάω
Προκόπτας
προκοπτικός
προκόπτω
πρόκορμος
προκόσμημα
προκοσμητεύω
προκόσμιον
προκόσμιος
πρόκουρος
πρόκοψις
προκρατέω
προκρεμαννύω
πρόκρημνος
πρόκριμα
προκριματίζω
προκρίνω
View word page
προκοσμητεύω
to be a deputy

ShortDef

to be a deputy

Debugging

Headword:
προκοσμητεύω
Headword (normalized):
προκοσμητεύω
Headword (normalized/stripped):
προκοσμητευω
IDX:
74108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74109
Key:

Data

{'content': 'to be a deputy'}