Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκόμιον
πρόκομμα
προκόνδυλοι
Προκόννησος
προκοπή
προκοπιάω
Προκόπτας
προκοπτικός
προκόπτω
πρόκορμος
προκόσμημα
προκοσμητεύω
προκόσμιον
προκόσμιος
πρόκουρος
πρόκοψις
προκρατέω
προκρεμαννύω
πρόκρημνος
πρόκριμα
προκριματίζω
View word page
προκόσμημα
ornament in front, showy ornament

ShortDef

ornament in front, showy ornament

Debugging

Headword:
προκόσμημα
Headword (normalized):
προκόσμημα
Headword (normalized/stripped):
προκοσμημα
IDX:
74107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74108
Key:

Data

{'content': 'ornament in front, showy ornament'}