Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προκομιδ
προκομίζω
προκόμιον
πρόκομμα
προκόνδυλοι
Προκόννησος
προκοπή
προκοπιάω
Προκόπτας
προκοπτικός
προκόπτω
πρόκορμος
προκόσμημα
προκοσμητεύω
προκόσμιον
προκόσμιος
πρόκουρος
πρόκοψις
προκρατέω
προκρεμαννύω
πρόκρημνος
View word page
προκόπτω
to advance
ShortDef
to advance
Debugging
Headword:
προκόπτω
Headword (normalized):
προκόπτω
Headword (normalized/stripped):
προκοπτω
IDX:
74105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74106
Key:
Data
{'content': 'to advance'}