Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόκολπος
προκομιδ
προκομίζω
προκόμιον
πρόκομμα
προκόνδυλοι
Προκόννησος
προκοπή
προκοπιάω
Προκόπτας
προκοπτικός
προκόπτω
πρόκορμος
προκόσμημα
προκοσμητεύω
προκόσμιον
προκόσμιος
πρόκουρος
πρόκοψις
προκρατέω
προκρεμαννύω
View word page
προκοπτικός
advantageous

ShortDef

advantageous

Debugging

Headword:
προκοπτικός
Headword (normalized):
προκοπτικός
Headword (normalized/stripped):
προκοπτικος
IDX:
74104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74105
Key:

Data

{'content': 'advantageous'}