Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προκόλπιον
πρόκολπος
προκομιδ
προκομίζω
προκόμιον
πρόκομμα
προκόνδυλοι
Προκόννησος
προκοπή
προκοπιάω
Προκόπτας
προκοπτικός
προκόπτω
πρόκορμος
προκόσμημα
προκοσμητεύω
προκόσμιον
προκόσμιος
πρόκουρος
πρόκοψις
προκρατέω
View word page
Προκόπτας
Procoptes, the Cutter, alt. name of Procrustes
ShortDef
Procoptes, the Cutter, alt. name of Procrustes
Debugging
Headword:
Προκόπτας
Headword (normalized):
προκόπτας
Headword (normalized/stripped):
προκοπτας
IDX:
74103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74104
Key:
Data
{'content': 'Procoptes, the Cutter, alt. name of Procrustes'}