Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκολακεύω
προκόλπιον
πρόκολπος
προκομιδ
προκομίζω
προκόμιον
πρόκομμα
προκόνδυλοι
Προκόννησος
προκοπή
προκοπιάω
Προκόπτας
προκοπτικός
προκόπτω
πρόκορμος
προκόσμημα
προκοσμητεύω
προκόσμιον
προκόσμιος
πρόκουρος
πρόκοψις
View word page
προκοπιάω
labour, make effort previously

ShortDef

labour, make effort previously

Debugging

Headword:
προκοπιάω
Headword (normalized):
προκοπιάω
Headword (normalized/stripped):
προκοπιαω
IDX:
74102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74103
Key:

Data

{'content': 'labour, make effort previously'}