Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προκοιτών
προκολάζω
προκολακεύω
προκόλπιον
πρόκολπος
προκομιδ
προκομίζω
προκόμιον
πρόκομμα
προκόνδυλοι
Προκόννησος
προκοπή
προκοπιάω
Προκόπτας
προκοπτικός
προκόπτω
πρόκορμος
προκόσμημα
προκοσμητεύω
προκόσμιον
προκόσμιος
View word page
Προκόννησος
Proconnesus
ShortDef
Proconnesus
Debugging
Headword:
Προκόννησος
Headword (normalized):
προκόννησος
Headword (normalized/stripped):
προκοννησος
IDX:
74100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74101
Key:
Data
{'content': 'Proconnesus'}