Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόκοιτος
προκοιτών
προκολάζω
προκολακεύω
προκόλπιον
πρόκολπος
προκομιδ
προκομίζω
προκόμιον
πρόκομμα
προκόνδυλοι
Προκόννησος
προκοπή
προκοπιάω
Προκόπτας
προκοπτικός
προκόπτω
πρόκορμος
προκόσμημα
προκοσμητεύω
προκόσμιον
View word page
προκόνδυλοι
proximal
ShortDef
proximal
Debugging
Headword:
προκόνδυλοι
Headword (normalized):
προκόνδυλοι
Headword (normalized/stripped):
προκονδυλοι
IDX:
74099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74100
Key:
Data
{'content': 'proximal'}