Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγριέλαιος
ἀγριεύω
ἀγρίζω
ἀγριμαῖος
ἀγριμέλισσα
ἀγριοαππίδιον
ἀγριοβάλανος
ἀγριόβουλος
ἀγριοδαίτης
ἀγριόεις
ἀγριόθυμος
ἀγριοκάναβος
ἀγριοκάρυον
ἀγριοκινάρα
ἀγριοκύμινον
ἀγριολάχανα
ἀγριομέλιττα
ἀγριομυρίκη
ἀγριομύρμηξ
ἀγριόνους
ἀγριοπήγανον
View word page
ἀγριόθυμος
wild of temper

ShortDef

wild of temper

Debugging

Headword:
ἀγριόθυμος
Headword (normalized):
ἀγριόθυμος
Headword (normalized/stripped):
αγριοθυμος
IDX:
740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-741
Key:

Data

{'content': 'wild of temper'}