Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκοιτία
πρόκοιτος
προκοιτών
προκολάζω
προκολακεύω
προκόλπιον
πρόκολπος
προκομιδ
προκομίζω
προκόμιον
πρόκομμα
προκόνδυλοι
Προκόννησος
προκοπή
προκοπιάω
Προκόπτας
προκοπτικός
προκόπτω
πρόκορμος
προκόσμημα
προκοσμητεύω
View word page
πρόκομμα
progress

ShortDef

progress

Debugging

Headword:
πρόκομμα
Headword (normalized):
πρόκομμα
Headword (normalized/stripped):
προκομμα
IDX:
74098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74099
Key:

Data

{'content': 'progress'}