Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκοιτέω
προκοιτία
πρόκοιτος
προκοιτών
προκολάζω
προκολακεύω
προκόλπιον
πρόκολπος
προκομιδ
προκομίζω
προκόμιον
πρόκομμα
προκόνδυλοι
Προκόννησος
προκοπή
προκοπιάω
Προκόπτας
προκοπτικός
προκόπτω
πρόκορμος
προκόσμημα
View word page
προκόμιον
the forelock

ShortDef

the forelock

Debugging

Headword:
προκόμιον
Headword (normalized):
προκόμιον
Headword (normalized/stripped):
προκομιον
IDX:
74097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74098
Key:

Data

{'content': 'the forelock'}