Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκοιμάομαι
προκοιτέω
προκοιτία
πρόκοιτος
προκοιτών
προκολάζω
προκολακεύω
προκόλπιον
πρόκολπος
προκομιδ
προκομίζω
προκόμιον
πρόκομμα
προκόνδυλοι
Προκόννησος
προκοπή
προκοπιάω
Προκόπτας
προκοπτικός
προκόπτω
πρόκορμος
View word page
προκομίζω
to bring forward, produce

ShortDef

to bring forward, produce

Debugging

Headword:
προκομίζω
Headword (normalized):
προκομίζω
Headword (normalized/stripped):
προκομιζω
IDX:
74096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74097
Key:

Data

{'content': 'to bring forward, produce'}