Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκοίλιος
προκοιμάομαι
προκοιτέω
προκοιτία
πρόκοιτος
προκοιτών
προκολάζω
προκολακεύω
προκόλπιον
πρόκολπος
προκομιδ
προκομίζω
προκόμιον
πρόκομμα
προκόνδυλοι
Προκόννησος
προκοπή
προκοπιάω
Προκόπτας
προκοπτικός
προκόπτω
View word page
προκομιδ
prolatio

ShortDef

prolatio

Debugging

Headword:
προκομιδ
Headword (normalized):
προκομιδ
Headword (normalized/stripped):
προκομιδ
IDX:
74095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74096
Key:

Data

{'content': 'prolatio'}