Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προκοιλαίνω
προκοίλιος
προκοιμάομαι
προκοιτέω
προκοιτία
πρόκοιτος
προκοιτών
προκολάζω
προκολακεύω
προκόλπιον
πρόκολπος
προκομιδ
προκομίζω
προκόμιον
πρόκομμα
προκόνδυλοι
Προκόννησος
προκοπή
προκοπιάω
Προκόπτας
προκοπτικός
View word page
πρόκολπος
distended
ShortDef
distended
Debugging
Headword:
πρόκολπος
Headword (normalized):
πρόκολπος
Headword (normalized/stripped):
προκολπος
IDX:
74094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74095
Key:
Data
{'content': 'distended'}