Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προκοθηλυμανής
προκοιλαίνω
προκοίλιος
προκοιμάομαι
προκοιτέω
προκοιτία
πρόκοιτος
προκοιτών
προκολάζω
προκολακεύω
προκόλπιον
πρόκολπος
προκομιδ
προκομίζω
προκόμιον
πρόκομμα
προκόνδυλοι
Προκόννησος
προκοπή
προκοπιάω
Προκόπτας
View word page
προκόλπιον
a robe falling over the breast
ShortDef
a robe falling over the breast
Debugging
Headword:
προκόλπιον
Headword (normalized):
προκόλπιον
Headword (normalized/stripped):
προκολπιον
IDX:
74093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74094
Key:
Data
{'content': 'a robe falling over the breast'}