Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκνίς
προκοθηλυμανής
προκοιλαίνω
προκοίλιος
προκοιμάομαι
προκοιτέω
προκοιτία
πρόκοιτος
προκοιτών
προκολάζω
προκολακεύω
προκόλπιον
πρόκολπος
προκομιδ
προκομίζω
προκόμιον
πρόκομμα
προκόνδυλοι
Προκόννησος
προκοπή
προκοπιάω
View word page
προκολακεύω
to flatter beforehand

ShortDef

to flatter beforehand

Debugging

Headword:
προκολακεύω
Headword (normalized):
προκολακεύω
Headword (normalized/stripped):
προκολακευω
IDX:
74092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74093
Key:

Data

{'content': 'to flatter beforehand'}