Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκνημίς
προκνίς
προκοθηλυμανής
προκοιλαίνω
προκοίλιος
προκοιμάομαι
προκοιτέω
προκοιτία
πρόκοιτος
προκοιτών
προκολάζω
προκολακεύω
προκόλπιον
πρόκολπος
προκομιδ
προκομίζω
προκόμιον
πρόκομμα
προκόνδυλοι
Προκόννησος
προκοπή
View word page
προκολάζω
to chastise beforehand

ShortDef

to chastise beforehand

Debugging

Headword:
προκολάζω
Headword (normalized):
προκολάζω
Headword (normalized/stripped):
προκολαζω
IDX:
74091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74092
Key:

Data

{'content': 'to chastise beforehand'}