Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πρόκνη
προκνήμιον
προκνημίς
προκνίς
προκοθηλυμανής
προκοιλαίνω
προκοίλιος
προκοιμάομαι
προκοιτέω
προκοιτία
πρόκοιτος
προκοιτών
προκολάζω
προκολακεύω
προκόλπιον
πρόκολπος
προκομιδ
προκομίζω
προκόμιον
πρόκομμα
προκόνδυλοι
View word page
πρόκοιτος
one who keeps watch before

ShortDef

one who keeps watch before

Debugging

Headword:
πρόκοιτος
Headword (normalized):
πρόκοιτος
Headword (normalized/stripped):
προκοιτος
IDX:
74089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74090
Key:

Data

{'content': 'one who keeps watch before'}