Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνετέον
ἀνετέος
ἀνετεροίωτος
ἀνετοικός
ἀνέτοιμος
ἄνετος
ἀνετυμολόγητος
ἄνευ
ἀνευάζω
ἀνευδοκησία
ἀνευδόκητος
ἀνευήκοος
ἄνευθε
ἀνεύθετος
ἀνεύθυνος
ἀνεύθυντος
ἀνευθύνω
ἄνευκτος
ἀνευλαβής
ἀνευνοησία
ἀνευόδωτος
View word page
ἀνευδόκητος
discredited

ShortDef

discredited

Debugging

Headword:
ἀνευδόκητος
Headword (normalized):
ἀνευδόκητος
Headword (normalized/stripped):
ανευδοκητος
IDX:
7408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7409
Key:

Data

{'content': 'discredited'}