Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκλύζω
πρόκλυτος
προκλύω
Πρόκνη
προκνήμιον
προκνημίς
προκνίς
προκοθηλυμανής
προκοιλαίνω
προκοίλιος
προκοιμάομαι
προκοιτέω
προκοιτία
πρόκοιτος
προκοιτών
προκολάζω
προκολακεύω
προκόλπιον
πρόκολπος
προκομιδ
προκομίζω
View word page
προκοιμάομαι
go to sleep before

ShortDef

go to sleep before

Debugging

Headword:
προκοιμάομαι
Headword (normalized):
προκοιμάομαι
Headword (normalized/stripped):
προκοιμαομαι
IDX:
74086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74087
Key:

Data

{'content': 'go to sleep before'}