Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκινέω
προκινησία
προκισηρίζω
προκιχράω
προκλαίω
πρόκλαστος
προκλέπτομαι
προκληδί
προκληδονίζομαι
προκληρονομέω
προκληρόω
Προκλῆς
προκλησία
πρόκλησις
προκλητέον
προκλητής
προκλητικός
πρόκλητος
προκλίνω
προκλίτης
προκλύζω
View word page
προκληρόω
draw lots first

ShortDef

draw lots first

Debugging

Headword:
προκληρόω
Headword (normalized):
προκληρόω
Headword (normalized/stripped):
προκληροω
IDX:
74066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74067
Key:

Data

{'content': 'draw lots first'}