Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκιθάρισμα
προκινδυνεύω
προκινέω
προκινησία
προκισηρίζω
προκιχράω
προκλαίω
πρόκλαστος
προκλέπτομαι
προκληδί
προκληδονίζομαι
προκληρονομέω
προκληρόω
Προκλῆς
προκλησία
πρόκλησις
προκλητέον
προκλητής
προκλητικός
πρόκλητος
προκλίνω
View word page
προκληδονίζομαι
deem a favourable omen, draw good augury from

ShortDef

deem a favourable omen, draw good augury from

Debugging

Headword:
προκληδονίζομαι
Headword (normalized):
προκληδονίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προκληδονιζομαι
IDX:
74064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74065
Key:

Data

{'content': 'deem a favourable omen, draw good augury from'}