Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνεστραμμένως
ἀνετάζω
ἀνέταιρος
ἀνετέον
ἀνετέος
ἀνετεροίωτος
ἀνετοικός
ἀνέτοιμος
ἄνετος
ἀνετυμολόγητος
ἄνευ
ἀνευάζω
ἀνευδοκησία
ἀνευδόκητος
ἀνευήκοος
ἄνευθε
ἀνεύθετος
ἀνεύθυνος
ἀνεύθυντος
ἀνευθύνω
ἄνευκτος
View word page
ἄνευ
without
ShortDef
without
Debugging
Headword:
ἄνευ
Headword (normalized):
ἄνευ
Headword (normalized/stripped):
ανευ
IDX:
7405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7406
Key:
Data
{'content': 'without'}