Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκενωτέον
προκέφαλος
προκηδεύω
προκήδομαι
προκηραίνω
προκήρυγμα
προκηρυκεύομαι
προκήρυξις
προκηρύσσω
προκιθάρισμα
προκινδυνεύω
προκινέω
προκινησία
προκισηρίζω
προκιχράω
προκλαίω
πρόκλαστος
προκλέπτομαι
προκληδί
προκληδονίζομαι
προκληρονομέω
View word page
προκινδυνεύω
to run risk before

ShortDef

to run risk before

Debugging

Headword:
προκινδυνεύω
Headword (normalized):
προκινδυνεύω
Headword (normalized/stripped):
προκινδυνευω
IDX:
74055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74056
Key:

Data

{'content': 'to run risk before'}