Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκελευσματικός
προκελεύω
προκενεαγγέω
προκενόω
προκεντέω
προκέντημα
προκενωτέον
προκέφαλος
προκηδεύω
προκήδομαι
προκηραίνω
προκήρυγμα
προκηρυκεύομαι
προκήρυξις
προκηρύσσω
προκιθάρισμα
προκινδυνεύω
προκινέω
προκινησία
προκισηρίζω
προκιχράω
View word page
προκηραίνω
to be anxious for

ShortDef

to be anxious for

Debugging

Headword:
προκηραίνω
Headword (normalized):
προκηραίνω
Headword (normalized/stripped):
προκηραινω
IDX:
74049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74050
Key:

Data

{'content': 'to be anxious for'}