Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνέστιος
ἀνεστραμμένως
ἀνετάζω
ἀνέταιρος
ἀνετέον
ἀνετέος
ἀνετεροίωτος
ἀνετοικός
ἀνέτοιμος
ἄνετος
ἀνετυμολόγητος
ἄνευ
ἀνευάζω
ἀνευδοκησία
ἀνευδόκητος
ἀνευήκοος
ἄνευθε
ἀνεύθετος
ἀνεύθυνος
ἀνεύθυντος
ἀνευθύνω
View word page
ἀνετυμολόγητος
of unknown derivation

ShortDef

of unknown derivation

Debugging

Headword:
ἀνετυμολόγητος
Headword (normalized):
ἀνετυμολόγητος
Headword (normalized/stripped):
ανετυμολογητος
IDX:
7404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7405
Key:

Data

{'content': 'of unknown derivation'}