Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προκέλευθος
προκελευσματικός
προκελεύω
προκενεαγγέω
προκενόω
προκεντέω
προκέντημα
προκενωτέον
προκέφαλος
προκηδεύω
προκήδομαι
προκηραίνω
προκήρυγμα
προκηρυκεύομαι
προκήρυξις
προκηρύσσω
προκιθάρισμα
προκινδυνεύω
προκινέω
προκινησία
προκισηρίζω
View word page
προκήδομαι
to take care of, take thought for
ShortDef
to take care of, take thought for
Debugging
Headword:
προκήδομαι
Headword (normalized):
προκήδομαι
Headword (normalized/stripped):
προκηδομαι
IDX:
74048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74049
Key:
Data
{'content': 'to take care of, take thought for'}