Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόκαυσις
προκαυτεύω
πρόκειμαι
προκέλευθος
προκελευσματικός
προκελεύω
προκενεαγγέω
προκενόω
προκεντέω
προκέντημα
προκενωτέον
προκέφαλος
προκηδεύω
προκήδομαι
προκηραίνω
προκήρυγμα
προκηρυκεύομαι
προκήρυξις
προκηρύσσω
προκιθάρισμα
προκινδυνεύω
View word page
προκενωτέον
one must drain, evacuate first
ShortDef
one must drain, evacuate first
Debugging
Headword:
προκενωτέον
Headword (normalized):
προκενωτέον
Headword (normalized/stripped):
προκενωτεον
IDX:
74045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74046
Key:
Data
{'content': 'one must drain, evacuate first'}