Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκατορρωδέω
προκατορυγμός
πρόκαυσις
προκαυτεύω
πρόκειμαι
προκέλευθος
προκελευσματικός
προκελεύω
προκενεαγγέω
προκενόω
προκεντέω
προκέντημα
προκενωτέον
προκέφαλος
προκηδεύω
προκήδομαι
προκηραίνω
προκήρυγμα
προκηρυκεύομαι
προκήρυξις
προκηρύσσω
View word page
προκεντέω
prick first

ShortDef

prick first

Debugging

Headword:
προκεντέω
Headword (normalized):
προκεντέω
Headword (normalized/stripped):
προκεντεω
IDX:
74043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74044
Key:

Data

{'content': 'prick first'}