Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκατονομάζω
προκατοπτάομαι
προκατοπτεύω
προκατορθόω
προκατορρωδέω
προκατορυγμός
πρόκαυσις
προκαυτεύω
πρόκειμαι
προκέλευθος
προκελευσματικός
προκελεύω
προκενεαγγέω
προκενόω
προκεντέω
προκέντημα
προκενωτέον
προκέφαλος
προκηδεύω
προκήδομαι
προκηραίνω
View word page
προκελευσματικός
proceleusmatic

ShortDef

proceleusmatic

Debugging

Headword:
προκελευσματικός
Headword (normalized):
προκελευσματικός
Headword (normalized/stripped):
προκελευσματικος
IDX:
74039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74040
Key:

Data

{'content': 'proceleusmatic'}