Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκατισχνόομαι
προκατοδύρομαι
προκατοικέω
προκατονομάζω
προκατοπτάομαι
προκατοπτεύω
προκατορθόω
προκατορρωδέω
προκατορυγμός
πρόκαυσις
προκαυτεύω
πρόκειμαι
προκέλευθος
προκελευσματικός
προκελεύω
προκενεαγγέω
προκενόω
προκεντέω
προκέντημα
προκενωτέον
προκέφαλος
View word page
προκαυτεύω
sacrifice as a preliminary burnt-offering

ShortDef

sacrifice as a preliminary burnt-offering

Debugging

Headword:
προκαυτεύω
Headword (normalized):
προκαυτεύω
Headword (normalized/stripped):
προκαυτευω
IDX:
74036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74037
Key:

Data

{'content': 'sacrifice as a preliminary burnt-offering'}