Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προκατήχησις
προκατισχνόομαι
προκατοδύρομαι
προκατοικέω
προκατονομάζω
προκατοπτάομαι
προκατοπτεύω
προκατορθόω
προκατορρωδέω
προκατορυγμός
πρόκαυσις
προκαυτεύω
πρόκειμαι
προκέλευθος
προκελευσματικός
προκελεύω
προκενεαγγέω
προκενόω
προκεντέω
προκέντημα
προκενωτέον
View word page
πρόκαυσις
heating, stoking
ShortDef
heating, stoking
Debugging
Headword:
πρόκαυσις
Headword (normalized):
πρόκαυσις
Headword (normalized/stripped):
προκαυσις
IDX:
74035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74036
Key:
Data
{'content': 'heating, stoking'}