Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προκατηχέω
προκατήχησις
προκατισχνόομαι
προκατοδύρομαι
προκατοικέω
προκατονομάζω
προκατοπτάομαι
προκατοπτεύω
προκατορθόω
προκατορρωδέω
προκατορυγμός
πρόκαυσις
προκαυτεύω
πρόκειμαι
προκέλευθος
προκελευσματικός
προκελεύω
προκενεαγγέω
προκενόω
προκεντέω
προκέντημα
View word page
προκατορυγμός
propagatio
ShortDef
propagatio
Debugging
Headword:
προκατορυγμός
Headword (normalized):
προκατορυγμός
Headword (normalized/stripped):
προκατορυγμος
IDX:
74034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74035
Key:
Data
{'content': 'propagatio'}