Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκατηγορία
προκατηχέω
προκατήχησις
προκατισχνόομαι
προκατοδύρομαι
προκατοικέω
προκατονομάζω
προκατοπτάομαι
προκατοπτεύω
προκατορθόω
προκατορρωδέω
προκατορυγμός
πρόκαυσις
προκαυτεύω
πρόκειμαι
προκέλευθος
προκελευσματικός
προκελεύω
προκενεαγγέω
προκενόω
προκεντέω
View word page
προκατορρωδέω
fear

ShortDef

fear

Debugging

Headword:
προκατορρωδέω
Headword (normalized):
προκατορρωδέω
Headword (normalized/stripped):
προκατορρωδεω
IDX:
74033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74034
Key:

Data

{'content': 'fear'}