Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προκατέχω
προκατηγορέω
προκατηγορία
προκατηχέω
προκατήχησις
προκατισχνόομαι
προκατοδύρομαι
προκατοικέω
προκατονομάζω
προκατοπτάομαι
προκατοπτεύω
προκατορθόω
προκατορρωδέω
προκατορυγμός
πρόκαυσις
προκαυτεύω
πρόκειμαι
προκέλευθος
προκελευσματικός
προκελεύω
προκενεαγγέω
View word page
προκατοπτεύω
observe first
ShortDef
observe first
Debugging
Headword:
προκατοπτεύω
Headword (normalized):
προκατοπτεύω
Headword (normalized/stripped):
προκατοπτευω
IDX:
74031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74032
Key:
Data
{'content': 'observe first'}