Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκατεύχομαι
προκατέχω
προκατηγορέω
προκατηγορία
προκατηχέω
προκατήχησις
προκατισχνόομαι
προκατοδύρομαι
προκατοικέω
προκατονομάζω
προκατοπτάομαι
προκατοπτεύω
προκατορθόω
προκατορρωδέω
προκατορυγμός
πρόκαυσις
προκαυτεύω
πρόκειμαι
προκέλευθος
προκελευσματικός
προκελεύω
View word page
προκατοπτάομαι
become adust first

ShortDef

become adust first

Debugging

Headword:
προκατοπτάομαι
Headword (normalized):
προκατοπτάομαι
Headword (normalized/stripped):
προκατοπταομαι
IDX:
74030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74031
Key:

Data

{'content': 'become adust first'}