Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκατεργάζομαι
προκατέρχομαι
προκατεσθίω
προκατεύχομαι
προκατέχω
προκατηγορέω
προκατηγορία
προκατηχέω
προκατήχησις
προκατισχνόομαι
προκατοδύρομαι
προκατοικέω
προκατονομάζω
προκατοπτάομαι
προκατοπτεύω
προκατορθόω
προκατορρωδέω
προκατορυγμός
πρόκαυσις
προκαυτεύω
πρόκειμαι
View word page
προκατοδύρομαι
lament beforehand

ShortDef

lament beforehand

Debugging

Headword:
προκατοδύρομαι
Headword (normalized):
προκατοδύρομαι
Headword (normalized/stripped):
προκατοδυρομαι
IDX:
74027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74028
Key:

Data

{'content': 'lament beforehand'}