Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκατεπείγω
προκατεργάζομαι
προκατέρχομαι
προκατεσθίω
προκατεύχομαι
προκατέχω
προκατηγορέω
προκατηγορία
προκατηχέω
προκατήχησις
προκατισχνόομαι
προκατοδύρομαι
προκατοικέω
προκατονομάζω
προκατοπτάομαι
προκατοπτεύω
προκατορθόω
προκατορρωδέω
προκατορυγμός
πρόκαυσις
προκαυτεύω
View word page
προκατισχνόομαι
to be emaciated already

ShortDef

to be emaciated already

Debugging

Headword:
προκατισχνόομαι
Headword (normalized):
προκατισχνόομαι
Headword (normalized/stripped):
προκατισχνοομαι
IDX:
74026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74027
Key:

Data

{'content': 'to be emaciated already'}