Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προκαταψύχω
προκατεγγυάω
προκατεισδύνω
προκατελίσσω
προκατελπίζω
προκατεπείγω
προκατεργάζομαι
προκατέρχομαι
προκατεσθίω
προκατεύχομαι
προκατέχω
προκατηγορέω
προκατηγορία
προκατηχέω
προκατήχησις
προκατισχνόομαι
προκατοδύρομαι
προκατοικέω
προκατονομάζω
προκατοπτάομαι
προκατοπτεύω
View word page
προκατέχω
to hold

ShortDef

to hold

Debugging

Headword:
προκατέχω
Headword (normalized):
προκατέχω
Headword (normalized/stripped):
προκατεχω
IDX:
74021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74022
Key:

Data

{'content': 'to hold'}